χορταρένιος, -ια, -ιο

χορταρένιος, -ια, -ιο
ο κατασκευασμένος από χορτάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χορταρένιος — α, ο, Ν αυτός που αποτελείται από χόρτο («χορταρένιο στρώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάρι + κατάλ. ένιος (πρβλ. κριθαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • χόρτινος — η, ο / χόρτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χόρτο 2. χορταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. ινος (πρβλ. κρίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”